- μονώτῃ
- μονώτηςsolitarymasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
χιονοστιβάδα — Μεγάλη μάζα χιονιού, που κινείται αργά ή γκρεμίζεται από τις πλαγιές κάποιου βουνού. Στα ψηλά βουνά, όπου το χιόνι δεν λιώνει το καλοκαίρι, συσσωρεύεται διαρκώς, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κινηθεί εξαιτίας της βαρύτητας, ένας μεγάλος όγκος… … Dictionary of Greek